ἀργυρολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
perception d'une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.
Greek Monotonic
ἀργῠρολογία: ἡ, καταναγκαστική συλλογή χρημάτων, είσπραξη χρημάτων, φορολογία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρολογία: ἡ взыскивание денег, обложение контрибуцией Xen.
Middle Liddell
ἀργυρολόγος
a levying of money, Xen.