ἐπανακύκλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, return of a circle into itself, Pl.Ti. 40c.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, das Zurückkehren im Kreise, Plat. Tim. 40 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανακύκλησις: ἢ ἐπανακύκλωσις, εως, ἡ, περιστροφή, Πλάτ. Τίμ. 40C.
Greek Monolingual
ἐπανακύκλησις και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) επανακυκλώ
περιστροφή κύκλου στον εαυτό του, περιστροφή κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», Πλάτ.)
μσν.
(για μετεμψύχωση) κύκλος, περιστροφή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανακύκλησις: εως ἡ круговращение, круговорот Plat.