ἑλκωτικός

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκωτικός Medium diacritics: ἑλκωτικός Low diacritics: ελκωτικός Capitals: ΕΛΚΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: helkōtikós Transliteration B: helkōtikos Transliteration C: elkotikos Beta Code: e(lkwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἑλκωματικός, Dsc.1.128.3: metaph., exasperating, δριμύτης Plu.2.854c.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic., farm. corrosivo, irritante, que produce ulceraciones ref. a medicamentos αἱ ἑλκωτικαὶ δυνάμεις Dsc.1.128.5, cf. 2.61.2, 62, Orib.12.σ.2, de la clemátide, Gal.12.31, c. gen. ὁ ὀπὸς ... ἑλκωτικός τε σωμάτων Dsc.1.128.3, cf. Gal.11.684
fig. corrosivo, hiriente οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες ... ἑλκωτικὴν δριμύτητα καὶ δηκτικὴν ἔχουσι Plu.2.854c.
2 subst. ἡ ἑλκωτικὴ (sc. ἔμπλαστρος) emplasto cáustico, PMerton 12.15, 16, 18 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 800] = ἑλκωματικός, Medic.; übtr., ἑλκ. καὶ δηκτικὴ δριμύτης, von der Komödie des Aristophanes, Plut. Ar. et Men. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à ulcérer.
Étymologie: ἑλκόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκωτικός: -ή, -όν, = ἑλκωματικός, Διοσκ. 1. 183· μεταφ., δριμύς, Πλούτ. 2. 854C.

Greek Monolingual

ἑλκωτικός, -ή, -όν (AM)
1. ελκωματικός
2. ερεθιστικός.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκωτικός: язвительный (δριμύτης Arph.).