ἑνοποιός

From LSJ
Revision as of 16:09, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνοποιός Medium diacritics: ἑνοποιός Low diacritics: ενοποιός Capitals: ΕΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: henopoiós Transliteration B: henopoios Transliteration C: enopoios Beta Code: e(nopoio/s

English (LSJ)

όν,
A combining in one, uniting, λόγος Arist.Metaph.1045b17, cf. Porph.Intr.6.23.
II creating unity, Procl.Inst.13, Dam.Pr.33, cf. 298. Adv. ἑνοποιῶς Ascl. in Metaph.439.25.

Spanish (DGE)

-όν
fil.
1 unificador, que tiene capacidad de combinar muchas cosas en una sola, que crea unidad δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν buscan un argumento que unifique potencia y acto Arist.Metaph.1045b17, τὸ ἀγαθόν Procl.Inst.13, op. διαιρετικός Porph.Intr.6.23, como propiedad de la unidad ἴδιον γὰρ αὐτοῦ τὸ ἑνοποιόν Dam.Pr.33 (p.95), ἡ ἑ. αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) δύναμις la facultad de ésta (el alma) de mantener la unidad, e.e., de ser simple a pesar de ser muchas cosas, Ascl.in Metaph.439.24, cf. Dion.Ar.CH 1.1, ἡ δὲ φιλία ... ἑ. ἐστί Olymp.in Grg.35.12, τοῦ αἰῶνος (ἰδιότης), ἡ ἑ. Dam.in Prm.298.
2 adv. ἑνοποιῶς = unitariamente ἑνοποιῶς καὶ οὐσιωδῶς Ascl.in Metaph.439.25.

German (Pape)

[Seite 849] vereinigend, zu Eins machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνοποιός: -όν, ὁ, συνενῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 6, 9, Πορφ. Εἰσαγ. 2.

Greek Monolingual

-ό (AM ἑνοποιός, -όν)
αυτός που ενώνει ή συνδέει χωριστά αντικείμενα
(«δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε ενότητα.
επίρρ...
ἑνοποιῶς
κατά τρόπο ενοποιό, που δημιουργεί ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ποιος < ποιώ].

Russian (Dvoretsky)

ἑνοποιός: объединяющий, сводящий воедино (λόγος Arst.).