ἰσχνασία
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
Ion. ἰσχνασίη, ἡ, thinness, leanness, Hp.Aff.12, Arist.Metaph.1013b1, 1048b29.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, = ἴσχνανσις, Arist. metaphys. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνᾰσία: ἡ, ἰσχνότης, λεπτότης, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 3., 8. 6, 7.
Greek Monolingual
ἰσχνασία και ιων. τ. ἰσχνασίη, ἡ (Α) ισχναίνω
η κατάσταση ισχνότητας, λεπτότητας.