Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡλιόκτυπος

From LSJ
Revision as of 17:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόκτῠπος Medium diacritics: ἡλιόκτυπος Low diacritics: ηλιόκτυπος Capitals: ΗΛΙΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: hēlióktypos Transliteration B: hēlioktypos Transliteration C: ilioktypos Beta Code: h(lio/ktupos

English (LSJ)

ον, sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).

Greek Monolingual

ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντί-κτυπος, οπλό-κτυπος].

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόκτῠπος: опаленный солнцем (γένος Aesch.).