ὀψωνιάζω
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
furnish with provisions, ὀ. τὰς δυνάμεις furnish an army with supplies or pay, Plb.15.25.11, cf. D.S.33.22:—Pass., to be supplied, PCair.Zen.499.42 (iii B. C.), Plb.23.8.4, dub. l. in Str.14.2.5; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων D.H.4.19, cf. D.S. 16.22.
German (Pape)
[Seite 434] mit Speise versorgen, beköstigen, δύναμιν, ein Kriegsheer mit Proviant, mit Kost und Sold versorgen, D. Sic. 6, 22 u. A.; im pass., Pol. 23, 8, 4.
French (Bailly abrégé)
munir de vivres en parl. d’une armée ; Pass. être approvisionné.
Étymologie: ὀψώνης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνιάζω: ἐφοδιάζω διὰ ζωοτροφιῶν, ὀψ. δύναμιν, παρέχω εἰς στρατὸν ζωοτροφίας ἢ μισθόν, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 38. ― Παθ., ὀψωνιάζεσθαι τὴν βουλὴν ὑπ’ Εὐμένους Πολύβ. 23. 8, 4· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων μνημονεύεται ἐκ Διον. Ἁλ., πρβλ. Διόδ. 16. 22· ― ὀψωνίζω, Τιμαρίων ἐν Notices des Mss. 9. 205.
Greek Monolingual
ὀψωνιάζω (Α) οψώνιον
παρέχω στον στρατό ζωοτροφές ή μισθό.
Greek Monotonic
ὀψωνιάζω: (ὀψώνιον), εφοδιάζω με προμήθειες.
Russian (Dvoretsky)
ὀψωνιάζω: снабжать (обеспечивать) продовольствием (δύναμιν Diod.).