ἀπόσχημα
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ατος, τό, figure, copy, τινός Sch.Stob.p.463 Heeren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσχημα: τό, ὁμοίωμα, ἀπεικόνισμα, τινὸς Σχόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 463.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
representación, figuración τῶν ἡμερινῶν πράξεων dicho de los sueños, Sch.Stob.p.463.