τελευτώ
From LSJ
Greek Monolingual
τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ τελευτή
1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω
β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῦ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.
γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.)
2. (μτβ.) οδηγώ κάτι στο τέλος του, φέρνω εις πέρας, τελεύω (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῑο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», Πλάτ.)
αρχ.
1. εκπληρώνω, πραγματοποιώ («καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῦτο τελευτᾷ», Ευρ.)
2. (με κακή σημ.) πραγματοποιώ απειλή
3. (το αρσ. της μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) τελευτῶν
καταλήγοντας, στο τέλος («τελευτῶν ἔλεγε», Ηρόδ.).