ἀκαριαῖος

From LSJ
Revision as of 17:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαριαῖος Medium diacritics: ἀκαριαῖος Low diacritics: ακαριαίος Capitals: ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: akariaîos Transliteration B: akariaios Transliteration C: akariaios Beta Code: a)kariai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἀκαρής) momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist. HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀ. S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. -ως Alciphr.1.39 (cj).

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
subst. τὸ ἀ. instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. -ως en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.
• Etimología: Cf. ἀκαρής.

German (Pape)

[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
très petit.
Étymologie: , κείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰριαῖος: (ᾰκ) весьма малый, незначительный (πλοῦς Dem.; μόριον Arst.; λίθος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).

Greek Monolingual

-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῖος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.

Greek Monotonic

ἀκαριαῖος: -α, -ον (ἀκαρής), στιγμιαίος, σύντομος, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀκαρής
momentary, brief, Dem., etc.