ἀπώτερος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
α, ον, Comp., (ἀπό) farther off, = μακρότερος, Suid.: neut. as adverb, ἡ ἀπώτερον (sc. γραμμή) Euc.3.15,al.; opp. ἔγγιον, Id.Phaen.p.4 M.
Spanish (DGE)
-α, -ον
adj. compar. de ἀπό más alejado c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos Pl.Lg.905a, cf. Sud.α 3678
•neutr. como adv. más lejos ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero Spir.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον (γραμμή) la línea más alejada respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.Sphaer.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, (γωνία) Papp.574.19, cf. Euc.Phaen.p.4.
German (Pape)
[Seite 342] superl. ἀπώτατος (ἀπό), entfernter, der entfernteste, Sp., bes. von Verwandtschaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώτερος: -α, -ον, συγκρ. (ἀπό), «μακρότερος» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπώτερος, -α, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πιο μακριά συγκριτικά με κάποιον άλλο, ο πιο μακρινός
νεοελλ.
1. ο χρονικά μακρινός («το απώτερο μέλλον»)
2. «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς
3. «απώτερος σκοπός» — σκοπός, πρόθεση που αναφέρεται στο μέλλον
αρχ.
επίρρ. ἀπωτέρω
σε μεγαλύτερη απόσταση.