στύππη
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: στύππη | Medium diacritics: στύππη | Low diacritics: στύππη | Capitals: ΣΤΥΠΠΗ |
Transliteration A: stýppē | Transliteration B: styppē | Transliteration C: styppi | Beta Code: stu/pph |
ἡ,= στυππεῖον, J.ap.Suid.s.v.
[Seite 959] ἡ, στύππινος, s. στύπειος u. s. w.
στύππη: ἡ, = στυππεῖον, Ἰωσήπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Σχόλ. εἰς Λουκ. Ὄνον 31.
ἡ, Α
στουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυππείο].