δρομεύς

From LSJ
Revision as of 16:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομεύς Medium diacritics: δρομεύς Low diacritics: δρομεύς Capitals: ΔΡΟΜΕΥΣ
Transliteration A: dromeús Transliteration B: dromeus Transliteration C: dromeys Beta Code: dromeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A runner, E.El.824, Ar. V.1206, Pl.Lg.822b, LXXJb.9.25, BGU141ii11 (iii A. D.), etc.: pl., δρομῆς Eup.94, Pl.R.613b; later dat. δρομέσι Call.Fr.555. 2 in Crete, = ἔφηβος, Leg.Gort.1.40; cf. δρόμος 11.3. 3 race-horse (?), PMag.Lond.121.390.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
• Morfología: [plu. nom. δρομῆς ICr.App.28A.10 (Lito VI/V a.C.), Pl.R.613b, Eup.102.2, cret. δρομέες ICr.4.72.6.36 (Gortina V a.C.); ac. δρομέανς ICr.4.72.5.53 (Gortina V a.C.); dat. δρομέσι Call.Fr.441]
I ref. pers.
1 agon. corredor δ. δισσοὺς διαύλους ... διήνυσεν E.El.824, cf. Pl.Lg.822b, καλεῖς τινα δρομέα ἀγαθόν; Pl.Hp.Mi.373c, cf. Isoc.9.79, Aeschin.1.156, AP 5.39.2 (Antip.Thess.), ὥσπερ ἁγαθοὶ δρομῆς dicho de Pericles como orador, Eup.l.c., τὸν δρομέα Φάυλλον ... εἷλον διώκων = gané al corredor Faulo e.d. le gané un juicio Ar.V.1206, καλοὶ οὓς ποιεῖς δρομέας τε καὶ παλαιστάς en estatua, X.Mem.3.10.6, δ. παράδοξος IP 523.7 (II d.C.), cf. Paus.6.24.1, IStratonikeia 685.2 (Lagina II d.C.), PAgon.6.62 (II d.C.), Gal.2.298, Aristid.Or.1.113, Philostr.Gym.11, Gr.Nyss.Ref.Eun.379.29, Hierocl.Facet.121, νικητικὸν δρομέως = amuleto de victoria para corredor, PMag.7.390, Ἐπίνικοι Δρομέσι tít. de una obra de Simon. An.Ox.3.254, tb. como adj. τῶν ἀθλητῶν δρομέων Suppl.Mag.53.17, τοῖς ὁπλίταις δρομεῦσι = a los participantes en la carrera de hoplitas Hld.3.18.2.
2 fig. hombre veloz ἀπολεῖται φυγὴ δρομέως en ese día desaparecerá la huída para el veloz LXX Am.2.14.
3 milit., quizá sinón. de infante ligero ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δ. = la pobreza (te sobreviene) como el infante al asalto LXX Pr.6.11, cf. 11a
sirviendo de correo τοὺς ἱππεῖς, ... δρομεῖς ... καὶ χιλιάρχους I.AI 6.40.
4 en Creta hombre mayor de edad, adulto prob. de más de veinte años, que ya era ciudadano y tenía acceso al gimnasio, op. ἀπόδρομος ICr.ll.cc., ICr.App.l.c.
II lanzadera del telar ὁ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος δρομέως LXX Ib.7.6, 9.25, Syr.Ib.7.6 (ap. crít.).

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
coureur.
Étymologie: δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

δρομεύς: έως ὁ бегун, скороход Eur., Arph., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δρομεύς: έως, ὁ, ὁ ἔργον ἔχων τὸ τρέχειν, Εὐρ. Ἑλ. 824, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1206, Πλάτ. Νόμ. 822Β· πληθ. δρομῆς, Εὔπολ. Δημ. 6· Ἐπ. δοτ. δρομέσι, Καλλ. Ἀποσπ. 498. 4.

Greek Monotonic

δρομεύς: -έως, ὁ (δραμεῖν), αυτός που τρέχει, δρομέας, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

δρομεύς, έως, n δραμεῖν
a runner, Eur., Ar.