ἐκλοχίζω
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
pick out of a cohort or troop, LXXCa.5.10 (Pass.).
Spanish (DGE)
I milit. escoger, seleccionar entre las compañías en v. pas. ἐγλελοχισμένοι μαχαιροφό(ροι) βα(σιλικοί) ref. soldados de infantería de élite de la guardia real ptol. IHerm.Magn.5.239 (I a.C.)
•fig. (ἀδελφιδός) ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων LXX Ca.5.10.
II ayudar a dar a luz Hsch.s.u. μαιούμενος.
German (Pape)
[Seite 768] aus einer Cohorte auswählen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλοχίζω: ἐκλέγω, «ξεχωρίζω», ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ πυρρός, ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ε΄, 10).