καμαροειδής
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ές, like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.
German (Pape)
[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.
Spanish
abovedado, que tiene forma de bóveda
Greek Monolingual
-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].