ἀμφιθέω

Revision as of 17:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

generally pres., run round about, ἀμφιθέουσι μητέρας Od. 10.413: c. dat., νόος δέ οἱ αἴσιμος ἀμφιθέει right mind surrounds him, Mosch.2.107: impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371]
1 correr alrededor de c. ac. μητέρας Od.10.413, ἠελίου τὸν Σκορπίον ἀμφιθέοντος Orph.Fr.285.39
abs. correr dando vueltas en todas direcciones Q.S.l.c., ἄνθεος αὐγή Paul.Sil.Ambo 99.
2 fig. circundar c. dat. νόος δέ οἱ ... αἴσιμος ἀμφιθέει Mosch.2.107.

German (Pape)

[Seite 139] (s. θέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιθέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες; – νόος οἱ ἀμφιθέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. non contracte;
courir autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, θέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθέω: бегать или резвиться вокруг (πόριες ἀμφιθέουσιν μητέρας Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., περιτρέχω, ἀμφιθέουσι μητέρας Ὀδ. Κ. 413: - ὡσαύτως μ. δοτ., νόος δέ οἱ … αἴσιμος ἀμφιθέει, διανοήματα ὀρθὰ περιβάλλουσιν αὐτόν, δηλ. ἔχει νοῦν ὑγιᾶ, Μόσχ. 2. 107.

English (Autenrieth)

run about, with acc., Od. 10.413†.

Greek Monolingual

ἀμφιθέω (ΑΜ)
1. τρέχω ολόγυρα
2. περιστοιχίζω, περιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέω].

Greek Monotonic

ἀμφιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω εδώ και εκεί, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to run round about, c. acc., Od.