ἀμφιθέω

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθέω Medium diacritics: ἀμφιθέω Low diacritics: αμφιθέω Capitals: ΑΜΦΙΘΕΩ
Transliteration A: amphithéō Transliteration B: amphitheō Transliteration C: amfitheo Beta Code: a)mfiqe/w

English (LSJ)

generally pres., run round about, ἀμφιθέουσι μητέρας Od. 10.413: c. dat., νόος δέ οἱ αἴσιμος ἀμφιθέει right mind surrounds him, Mosch.2.107: impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371]
1 correr alrededor de c. ac. μητέρας Od.10.413, ἠελίου τὸν Σκορπίον ἀμφιθέοντος Orph.Fr.285.39
abs. correr dando vueltas en todas direcciones Q.S.l.c., ἄνθεος αὐγή Paul.Sil.Ambo 99.
2 fig. circundar c. dat. νόος δέ οἱ ... αἴσιμος ἀμφιθέει Mosch.2.107.

German (Pape)

[Seite 139] (s. θέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιθέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες; – νόος οἱ ἀμφιθέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. non contracte;
courir autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, θέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθέω: бегать или резвиться вокруг (πόριες ἀμφιθέουσιν μητέρας Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., περιτρέχω, ἀμφιθέουσι μητέρας Ὀδ. Κ. 413: - ὡσαύτως μ. δοτ., νόος δέ οἱ … αἴσιμος ἀμφιθέει, διανοήματα ὀρθὰ περιβάλλουσιν αὐτόν, δηλ. ἔχει νοῦν ὑγιᾶ, Μόσχ. 2. 107.

English (Autenrieth)

run about, with acc., Od. 10.413†.

Greek Monolingual

ἀμφιθέω (ΑΜ)
1. τρέχω ολόγυρα
2. περιστοιχίζω, περιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέω].

Greek Monotonic

ἀμφιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω εδώ και εκεί, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to run round about, c. acc., Od.

Léxico de magia

rodear, circundar como acción de Helios χαῖρε ... Ἠέλιε ..., πάντας δ' εἰσορόων <τε> καὶ ἀμφιθέων καὶ ἀκούων te saludo, Helios, que a todos ves, rodeas y oyes P II 91