ρολόγι
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
Greek Monolingual
και ρολόι, το, Ν
1. συσκευή μέτρησης του χρόνου που δείχνει τις ώρες και τα λεπτά του ημερονυκτίου
2. μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, γκαζιού, που δείχνει την αντίστοιχη κατανάλωση
3. φρ. α) «ηλιακό ρολόι» — ρολόι στο οποίο η ώρα δείχνεται από σκιά που ρίχνει μικρός στύλος σε βαθμονομημένη πλάκα
β) «η δουλειά [ή η επιχείρηση ή το μαγαζί κλπ.] πάει ρολόι» — δηλώνει ότι μία δραστηριότητα εξελίσσεται κανονικά, ότι κάτι λειτουργεί με ακρίβεια
γ) «βιολογικό ρολόι» — ο εσωτερικός μηχανισμός ενός ζωικού ή φυτικού οργανισμού με τον οποίο τα βιολογικά περιοδικά φαινόμενα διατηρούνται χωρίς την παρουσία εμφανούς περιβαλλοντικού ερεθίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρολόγιον, με σίγηση του αρκτικού άτονου ω- (πρβλ. ὀφρύδιον > φρύδι)].