σφουγγάρι
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
σφουγγάρι, το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν
νεοελλ.
1. ο σπόγγος
2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό
3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» — είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος
β) «τραβώ σφουγγάρι»
μτφ. σβήνω, απαλείφω
μσν.-αρχ.
(ως υποκορ. του σφόγγος) σφουγγαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφογγάριον / σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. σφόγγος / σπόγγος με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι, σάπων: σαπούνι)].
Translations
sponge
Arabic: إِسْفَنْج; Hijazi Arabic: إسفنج, سِفِنج; Armenian: սպունգ; Asturian: esponxa; Basque: belaki; Belarusian: губка; Bulgarian: сюнгер; Catalan: esponja; Chinese Mandarin: 海綿, 海绵; Czech: houba, mořská houba, houbovec; Dutch: spons; Esperanto: spongo; Estonian: käsn; Finnish: sienieläin; French: éponge; Friulian: sponze, sponge; Galician: esponxa; German: Schwamm; Greek: σφουγγάρι; Ancient Greek: σπόγγος, σπογγιά, σφογγιά, σπογγιή; Hawaiian: huʻakai; Hebrew: סְפוֹג; Hindi: स्पंज; Hungarian: szivacs; Icelandic: svampur; Ido: sponjo; Indonesian: bunga karang, spons; Italian: spugna; Japanese: 海綿; Khmer: អេប៉ុងហ្ស៍; Korean: 갯솜, 스펀지, 해면; Kurdish Northern Kurdish: îsfenc, îsfenc, sunger; Latin: spongia; Latvian: sūklis; Lithuanian: pintis, durlė; Macedonian: сунѓер; Malay: bunga karang, span; Maori: kōpūpūtai, pūngorungoru; Navajo: táłtłʼááh yilcháazhii; Norman: êponge; Norwegian: svamp; Occitan: esponga; Pashto: سپنج; Persian: اسفنج; Plautdietsch: Schwom; Polish: gąbka; Portuguese: esponja; Quechua: puqyala; Romanian: burete, spongie; Russian: губка; Saterland Frisian: Swom; Serbo-Croatian Cyrillic: спужва, сунђер; Roman: spužva, sunđer; Slovak: hubka; Slovene: spúžva; Spanish: esponja; Tagalog: espongha; Telugu: స్పాంజి; Thai: ฟองน้ำ; Turkish: sünger; Ukrainian: губка; Urdu: اسفنج; Venetian: sponxa, sponga; Vietnamese: bọt biển; West Frisian: spûns; Yiddish: שוואָם