ἀναπίνω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ῑ], drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.
Spanish (DGE)
1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
•en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero Spir.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
•v. med.-pas. evaporarse ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ Gp.18.21.1.
German (Pape)
[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
Greek Monolingual
(Α ἀναπίνω)
πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ
νεοελλ.
1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ
2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία
αρχ.
απορροφώ εκ νέου.