σφραγιστής
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
οῦ, ὁ, sealer, title of Egyptian priests who sealed the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. μοσχοσφραγιστής): also, witness who seals a will, BGU361 iii 13 (ii A.D., pl.).
German (Pape)
[Seite 1052] ὁ, = σφραγιστήρ, Plut. Is. et Os. 31.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.
Étymologie: σφραγίζω.
Russian (Dvoretsky)
σφρᾱγιστής: οῦ ὁ хранитель печати: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, ὄνομα Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σφραγίζω
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.