πλιχάς

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῐχάς Medium diacritics: πλιχάς Low diacritics: πλιχάς Capitals: ΠΛΙΧΑΣ
Transliteration A: plichás Transliteration B: plichas Transliteration C: plichas Beta Code: plixa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, inside of the thighs, fork, perineum, Hp.Fract.20, Art.54, Ruf.Onom.108 (pl.), Aret.CA2.9, etc.; πλιγάς, Gal.18(2).522; πλίχος, εος, τό, Sch.Od.6.318.

German (Pape)

[Seite 637] άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πλῐχάς: -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.

Greek Monolingual

και πλιγάς, -άδος, ή, Α
το μέρος του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ-/πλιγ- του πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε-πλίχ-θαι, περιπε-πλιγ-μένα) + κατάλ. -άς, -άδος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλιχάς -άδος, ἡ [~ πλίσσομαι] anat. perineum, kruis (plaats waar de bovenbenen elkaar raken).