τοπαρχία

From LSJ
Revision as of 09:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπαρχία Medium diacritics: τοπαρχία Low diacritics: τοπαρχία Capitals: ΤΟΠΑΡΧΙΑ
Transliteration A: toparchía Transliteration B: toparchia Transliteration C: toparchia Beta Code: toparxi/a

English (LSJ)

ἡ, district governed by a τοπάρχης, PSI4.412 (iii B. C.), PRev.Laws 87.4 (iii B. C.), PTeb. 24.62 (ii B. C.), LXX 1 Ma. 11.28, OG1669.49 (Egypt, i A. D.), J. AJ13.4.9, al., POxy.2118.3 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, das Gebiet, die Würde des τόπαρχος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Égypte ptol. arrondissement d'un nome ou d'un district (μερίς).
Étymologie: τόπαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

τοπαρχία: ἡ, τὸ τοπικὸν διαμέρισμα, ὅπερ κυβερνᾷ τοπάρχης, ἐπαρχία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 28), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η, Α τοπάρχης
1. περιοχή διοικούμενη από τοπάρχη
2. το αξίωμα του τοπάρχη
3. τοπική κυβέρνηση
4. αστρολ. ο οίκος ζωδίου.