λυγόω

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγόω Medium diacritics: λυγόω Low diacritics: λυγόω Capitals: ΛΥΓΟΩ
Transliteration A: lygóō Transliteration B: lygoō Transliteration C: lygoo Beta Code: lugo/w

English (LSJ)

A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.

Russian (Dvoretsky)

λῠγόω:
1) завязывать (ἅμμα Anth.);
2) связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.

Greek Monotonic

λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῠγόω, fut. λυγώσω, to tie fast, Anth.