μίσημα

From LSJ
Revision as of 18:38, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑ́σημα Medium diacritics: μίσημα Low diacritics: μίσημα Capitals: ΜΙΣΗΜΑ
Transliteration A: mísēma Transliteration B: misēma Transliteration C: misima Beta Code: mi/shma

English (LSJ)

ατος, τό, object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.

Russian (Dvoretsky)

μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.

Greek Monolingual

μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾶσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.

Middle Liddell

μῑ́σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.

English (Woodhouse)

object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)