τουτάκι
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
v. τουτάκις.
English (Slater)
τουτᾰκι, (ς) at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά[ (τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.
Russian (Dvoretsky)
τουτάκι: (ς) (ᾰ) adv.
1) тогда Pind.;
2) (до тех пор), пока Pind.: τ. οὔπω … Arph. пока еще не ….