νοτισμός

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτισμός Medium diacritics: νοτισμός Low diacritics: νοτισμός Capitals: ΝΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: notismós Transliteration B: notismos Transliteration C: notismos Beta Code: notismo/s

English (LSJ)

ὁ, A wetting, Dam.Isid.92. II moisture, Sor.1.118.

Greek (Liddell-Scott)

νοτισμός: ὁ, ὑγρότης, οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νοτισμός) νοτίζω
νότισμα, ύγρανση
μσν.-αρχ.
εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.