ὑφόρμισις
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ, harbour, anchorage, AP7.699.
Russian (Dvoretsky)
ὑφόρμισις: εως ἡ якорная стоянка, пристань Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.
Greek Monotonic
ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.