κορυδαλλός

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυδαλλός Medium diacritics: κορυδαλλός Low diacritics: κορυδαλλός Capitals: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
Transliteration A: korydallós Transliteration B: korydallos Transliteration C: korydallos Beta Code: korudallo/s

English (LSJ)

ὁ, = κορυδός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
alouette huppée, oiseau.
Étymologie: DELG κόρυς.

Greek Monolingual

και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].