κατάπαστος

From LSJ
Revision as of 20:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπαστος Medium diacritics: κατάπαστος Low diacritics: κατάπαστος Capitals: ΚΑΤΑΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: katápastos Transliteration B: katapastos Transliteration C: katapastos Beta Code: kata/pastos

English (LSJ)

ον, A besprinkled, bespattered with, στεφάνοις Ar.Eq. 502; ἡδυσματίοις Telecl.1.11; σαργὸν τυρῷ κ. Archestr.Fr.36.3. 2 suitable for use as a powder, Asclep. ap. Gal.13.159, etc. 3 embroidered, ἁλουργίς Ar.Eq.968; Χιτὼν Χρυσῷ κ. D.C.72.17; Χρυσαῖς ἀκτῖσι Hld.3.4, cf. 10.9, Aristid.Or.17(15).10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 saupoudré, jonché, couvert de, τινι;
2 brodé de, τινι.
Étymologie: καταπάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.

Russian (Dvoretsky)

κατάπαστος:
1) усеянный, т. е. сплошь покрытый (στεφάνοις Arph.);
2) пестро вышитый, расшитый (ἁλουργίς Arph.).

Greek Monolingual

κατάπαστος, -ον (Α) καταπάσσω
1. καλά πασπαλισμένος
2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.)
2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.)
3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα.

Greek Monotonic

κατάπαστος: -ον,
1. πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.
2. κεντημένος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπαστος: -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· κατάμεστος, ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.

Middle Liddell

κατάπαστος, ον [from καταπάσσω
1. besprinkled, Ar.
2. embroidered, Ar.