χαλίκρητος

From LSJ
Revision as of 10:42, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλίκρητος Medium diacritics: χαλίκρητος Low diacritics: χαλίκρητος Capitals: ΧΑΛΙΚΡΗΤΟΣ
Transliteration A: chalíkrētos Transliteration B: chalikrētos Transliteration C: chalikritos Beta Code: xali/krhtos

English (LSJ)

ον, poet. for ἄκρατος, unmixed, μέθυ Archil.78, A.R. 1.473; σπονδαί A.ap.Eust.1471.2 (v. Nauckad A.Fr.448); νᾶμα AP5.293.6 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. χαλίκρατος.

Greek (Liddell-Scott)

χαλίκρητος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκρατος, ὁ μὴ κεκραμένος, μὴ μεμιγμένος ὕδατι, μέθυ Ἀρχίλ. 64· σπονδοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 388· νᾶμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 294, 6.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + -κρητος / -κρᾶτος (< θ. κρᾱ- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ-κρατος].

Greek Monotonic

χᾰλίκρητος: -ον, ποιητ. αντί ἄκρατος, αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με νερό, σε Αρχίλ.

Middle Liddell

χᾰλί-κρητος, ον, [poetic for ἄκρατος
unmixed, Archil.