suffering
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ταλαίπωρος, ἄθλιος, οἰκτρός, μοχθηρός (Plat.), Ar. and V. τάλας, τλήμων, πολύπονος, V. δυστάλας.
subs.
Pain: P. and V. λύπη, ἡ, ἀνία, ἡ; see pain, sorrow.
Sufferings: P. and V. κακά, τά, πάθη, τά, παθήματα, τά. V. ἆθλος, ὁ, or pl., Ar. and V. μόχθος, ὁ. or pl., πόνος, ὁ, or pl.; see troubles.