δυστάλας
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
αινα, ᾰν, most miserable, S.Aj.410, etc.: freq. in E. in fem., Med.1028, al., masc. twice in E., δ. σὺ τῆσδε συμφορᾶς Hipp.1407, cf. Supp.1034.
Spanish (DGE)
-αινα, -αν
• Prosodia: [-τᾰ-]
infortunado, desdichado de pers., gener. fem. y en exclamation, S.Tr.307, OC 1442, 1734, Ai.410, OT 1236, E.Supp.1034, δάμαρ S.Tr.651, δ. ἡ πάλαι μακαρία Chr.Pat.1011
•tb. masc. ὦ δυστάλαιναι, δυστάλας δ' ἐγὼ γέρων E.Supp.1034
•no de pers. ὦ μοῖρα δ. ἐμή τε καὶ τέκνων E.HF 456, δαίς S.El.284
•c. gen. causal ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.Med.1028, cf. Hipp.1407, ὦ δυστάλαινα τῶν ἐμῶν ἀλγημάτων Chr.Pat.605.
German (Pape)
[Seite 688] αινα, αν, sehr unglücklich; Eur. Hipp. 1407 Suppl. 1034; am häufigsten im fem., Tragg.
French (Bailly abrégé)
τάλαινα;
tout à fait malheureux.
Étymologie: δυσ-, τάλας.
Russian (Dvoretsky)
δυστάλᾱς: τάλαινα, τάλᾰν (τᾰ) глубоко несчастный Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
δυστάλᾱς: -αινα, ᾰν, σφόδρᾳ δυστυχής, τρισάθλιος, Σοφ. Αἴ. 410, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. κατὰ θηλ. τύπον, τὸ δὲ ἀρσεν. μόνον ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1407, Ἱκέτ. 1034.
Greek Monolingual
δυστάλας, -αινα, -αν (Α)
πολύ δυστυχισμένος, τρισάθλιος.
Greek Monotonic
δυστάλᾱς: -αινα, -ᾰν, τρισάθλιος, σε Σοφ., Ευρ.