δυσκινησία

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκῑνησία Medium diacritics: δυσκινησία Low diacritics: δυσκινησία Capitals: ΔΥΣΚΙΝΗΣΙΑ
Transliteration A: dyskinēsía Transliteration B: dyskinēsia Transliteration C: dyskinisia Beta Code: duskinhsi/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ, difficulty of moving, Hp.Aph.3.17, Arist. GA780a25, PA685a8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aph.3.17, Mul.1.29
1 dificultad de movimiento, falta de agilidad, lentitud de anim.: de los moluscos, Arist.PA 685a8, de los elefantes, D.S.3.10, 18.71, βραδύτης καὶ δ. del oso, D.S.31.38, de una persona gruesa, D.S.33.27, de los olores por el aire, Arist.Pr.907a11, cf. Phld.Sens.1.4, Alex.Aphr.Pr.4.102, del elemento tierra en comparación con el fuego, Procl.in Ti.2.40.10, cf. Arist.GA 780a25, Theo Sm.65, Simp.in Cael.670.18
fig. ὁ δ' ὄκνος ἐστὶ πρός τι δ. Gr.Naz.M.37.951A
inamovible, firme δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.AI 18.23 (cód.).
2 medic. dificultad de movimiento, torpor de movimiento, discinesia en las embarazadas, Hp.Mul.l.c., ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δ. Hp.Aph.l.c., cf. Plu.2.127d, Paul.Aeg.3.22.9, δ. ... καὶ βάρος ὀσφύος Sor.1.7.4, de las extremidades, Dsc.Alex.22, τενόντων καὶ μυῶν πάντων Aret.SA 2.12.3, τῶν σκελῶν Aët.16.72, τῶν μηλῶν πάντων Herod.Med. en Orib.5.27.21, cf. Anon.Med.Acut.Chron.7.2.1, Gal.6.121, op. ἀκινησία Gal.7.53, 58, ἡ ... νάρκη ... δυσαισθησίαν τε καὶ δυσκινησίαν ἐπιφέρει τοῖς ... σώμασι Gal.8.71, cf. 7.144, Gr.Nyss.Eun.3.2.80, βάρους αἴσθησις καὶ δ. Alex.Trall.Oc.174, por el frío, Sch.Nic.Th.382a, cf. Cass.Pr.70, Steph.in Hp.Progn.154.35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
difficulté de se mouvoir.
Étymologie: δυσκίνητος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκῑνησία:затрудненное движение, малоподвижность Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκῑνησία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ περὶ τὸ κινεῖσθαι δυσκολία, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Αριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 29, Ζ. Μ. 4. 9, 8.

Greek Monolingual

η (Α δυσκινησία και ιων. δυσκινησίη)
δυσκολία στην κίνηση
νεοελλ.
1. νωθρότητα, νωχέλεια
2. ιατρ. α) δυσχέρεια κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή παράλυση
β) ανωμαλία της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό
γ) φρ. «δυσκινησία χοληφόρων οδών» — διαταραχή της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων οδών του οργανισμού χωρίς οργανική αιτία.