ἀποπωματίζω
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
= ἀποπωμάζω (remove lid), Gal. 14.268.
Spanish (DGE)
destapar (σκεύη) Gal.14.268.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπωματίζω: ἀφαιρῶ τὸ πῶμα, Γαλην.: ὡσαύτως ἀποπωμάζω, Κράμερ Ἀνέκδ. Παρ. 1. 7.
Greek Monolingual
ἀποπωματίζω (AM)
αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω.