εὐσύμβλητος

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύμβλητος Medium diacritics: εὐσύμβλητος Low diacritics: ευσύμβλητος Capitals: ΕΥΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eusýmblētos Transliteration B: eusymblētos Transliteration C: efsymvlitos Beta Code: eu)su/mblhtos

English (LSJ)

old Att. εὐξύμβλητος, ον, = εὐσύμβολος (easy to divine, easy to understand) 1, τέρας Hdt. 7.57 ; ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία A. Pr. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύμβλητος: староатт. εὐξύμβλητος 2 легко разгадываемый, нетрудный для истолкования (χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

Greek Monolingual

εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητοςχρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβλητος: αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

= εὐσύμβολος, Hdt., Aesch.]

English (Woodhouse)

intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)