πολιρραίστης
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Lyc.210.
Greek (Liddell-Scott)
πολιρραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Λυκόφρ. 210. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ρραίστης (< ῥαίω «σπάω, συντρίβω»), πρβλ. λυκο-ρραίστης, μητρο-ρραίστης].