δουλοπρέπεια

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλοπρέπεια Medium diacritics: δουλοπρέπεια Low diacritics: δουλοπρέπεια Capitals: ΔΟΥΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: douloprépeia Transliteration B: douloprepeia Transliteration C: douloprepeia Beta Code: doulopre/peia

English (LSJ)

ἡ, slavish spirit, Pl.Alc.1.135c, Theopomp.Com.87.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
servilismo, espíritu servil φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.Alc.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.Merc.Cond.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.Paed.2.1.13.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
servilité.
Étymologie: δουλοπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

δουλοπρέπεια:рабский образ мыслей, низкая натура, низость Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικὸν ἦθοςφρόνημα· ἀντίθ. μεγαλοψυχία, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.

Greek Monolingual

η (AM δουλοπρέπεια)
συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο, ευτέλεια χαρακτήρα, αναξιοπρέπεια.

Greek Monotonic

δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικό ήθος, φρόνημα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δουλο-πρέπεια, ἡ, n
a slavish spirit, Plat. [from δουλοπρεπής