δουλοπρέπεια
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ἡ, slavish spirit, Pl.Alc.1.135c, Theopomp.Com.87.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
servilismo, espíritu servil φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.Alc.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.Merc.Cond.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.Paed.2.1.13.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
servilité.
Étymologie: δουλοπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
δουλοπρέπεια: ἡ рабский образ мыслей, низкая натура, низость Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικὸν ἦθος ἢ φρόνημα· ἀντίθ. μεγαλοψυχία, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.
Greek Monolingual
η (AM δουλοπρέπεια)
συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο, ευτέλεια χαρακτήρα, αναξιοπρέπεια.
Greek Monotonic
δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικό ήθος, φρόνημα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δουλο-πρέπεια, ἡ, n
a slavish spirit, Plat. [from δουλοπρεπής