ἀρτιάκις

From LSJ
Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐάκις Medium diacritics: ἀρτιάκις Low diacritics: αρτιάκις Capitals: ΑΡΤΙΑΚΙΣ
Transliteration A: artiákis Transliteration B: artiakis Transliteration C: artiakis Beta Code: a)rtia/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. an even number of times, opp. περιττάκις, Pl.Prm.144a, Plu.2.429d; ἄρτια ἀ. even times even, of powers of two, Pl.Prm.143e, cf. Ascl.Tact.2.7.

Spanish (DGE)

adv. un número par de veces ἄρτιά τε ἄρα ἀ. ἂν εἴη habrá números pares un número par de veces Pl.Prm.143e, ἀ. ἄρτιος ἀριθμός Euc.7 Def.88, cf. Ascl.Tact.2.7, Nicom.Ar.1.8.4, Aristid.Quint.128.20
περιττὰ ἀ. números impares un número par de veces Pl.Prm.144a.

German (Pape)

[Seite 361] mit 2 od. einer geraden Zahl multiplicirt, Plut. def. orac. 36; ἄρτιος, gerade mal gerade, von den Zahlen, die, mit 2 dividirt, wieder eine gerade Zahl geben, Ggstz περισσάκις, Plat. Parm. 143 e; vgl. Nicom. ar. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un nombre de fois pair.
Étymologie: ἄρτιος, -ακις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιάκις: adv. четное число раз (ἄρτια ἀ. Plat.; ἀ. λαμβάνεσθαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιάκις: [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ περισσάκις, ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν ἀρτιάκις λαμβάνηται, τὸν δέκα ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ περισσάκις, ἑαυτὸν πάλιν ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· ἀρτιάκις ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ ὅστις διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.

Greek Monolingual

ἀρτιάκις επίρρ. (Α) άρτιος
σε άρτιες, σε ζυγές φορές.