ἀποφατικός
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ή, όν, (ἀπόφημι) A negative, opp. καταφατικός, λόγος Arist.Cat.12b8, cf. Chrysipp.Stoic.2.55,69; ἐπίρρημα A.D.Synt.245.24. Adv. -κῶς Arist.APr.64a14; also written for ἀποφαντικῶς, A.D. Pron.27.16. II conclusive, PLond.5.1902v (vi A.D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 concluyente νομίμῳ τρόπῳ καὶ ἀποφατικῷ PLond.1902ue. (VI d.C.)
•aseverativo φωνή Gr.Nyss.Eun.3.7.43.
2 adv. -ῶς en forma de respuesta Eus.DE 10.8
•dogmáticamente Diodor.T.Rom.(p.84.28).
-ή, -όν
1 negativo op. καταφατικός: ἡ ἀπόφασις λόγος ἀ. Arist.Cat.12b8, συμπλοκή Chrysipp.Stoic.2.69, cf. Plu.2.732f, ἐπίρρημα A.D.Synt.245.24, φωνή A.D.Adu.133.22, τὸ ... ἀ. οὐδέτερον A.D.Synt.10.21, 16.5, 9, 244.7
•teol. del conocimiento de Dios por vía negativa θεολογίαι Dion.Ar.Myst.M.3.1032C, de un precepto prohibitivo Ast.Am.Hom.1.1.1.
2 subst. τὸ ἀ. renuncia a la vanidad del mundo PLond.1927.44 (IV d.C.).
3 adv. -ῶς op. καταφατικῶς negativamente λέγεσθαι Arist.APr.64a14, θεολογούμενος Procop.Gaz.M.87.1452A.
German (Pape)
[Seite 334] verneinend, Ggstz καταφατικός, im adv.; Arist. de interpr. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
t. de gramm. ou de logique négatif.
Étymologie: ἀπόφημι.
Ant. καταφατικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποφατικός, -ή, -όν) απόφημι
αρνητικός
νεοελλ.
γραμμ.
1. «αποφατικά μόρια» — αυτά που δηλώνουν άρνηση (ου, μη, δεν κ.λπ.)
2. «αποφατική πρόταση» — αυτή που εισάγεται με αρνητικό μόριο ή περιέχει άρνηση.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφᾰτικός: отрицательный (λόγος, πρότασις Arst.).