τροπαλίς

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Russian (Dvoretsky)

τροπᾱλίς: ίδος ἡ пучок, связка (σκορόδων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τροπᾱλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ δέσμη, δεσμίς, «δεμάτι», σκορόδων τροπαλίδος, δέσμης σκόρδων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 813. Φαίνεται ὅτι εἶναι Δωρ. ἀντὶ τρόπηλις, ὅπερ οὕτω τονιζόμενον φέρεται παρ’ Ἀρκαδίῳ 31. 14· ἀλλ’ ὁ Σχολ. γράφει τροπαλλίς, ίδος, καὶ ὁ Ἡσύχ. τριοπηλίς, τριτοπηλίς, «τριοπηλίς· δέσμη σκορόδων», «τριτοπηλίς· σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πιπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι».

Greek Monolingual

και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμν-ίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].

Frisk Etymology German

τροπαλίς: τρόπις, τρόπος u.a.
{tropalís}
See also: s. τρέπω.
Page 2,934

German (Pape)

[ᾱ], ίδος, ἡ, ein Bündel, σκορόδων Ar. Ach. 813; auch τροπαλλίς geschrieben, eigtl. dor. Form von τροπηλίς, das sich nur in VLL findet.