διαβάτης

From LSJ
Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτης Medium diacritics: διαβάτης Low diacritics: διαβάτης Capitals: ΔΙΑΒΑΤΗΣ
Transliteration A: diabátēs Transliteration B: diabatēs Transliteration C: diavatis Beta Code: diaba/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who ferries over or crosses, Ar.Fr.765. II = διαβήτης, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 el que cruza, el que atraviesa Ar.Fr.806, Et.Gen.β 62, διαβάταις quizá ref. a los participantes en la procesión en honor de Amón que incluía la travesía del Nilo de la estatua del dios (cf. διάβασις A I 2), dud. en UPZ 203re.25 (II a.C.).
2 v. διαβήτης.

Greek (Liddell-Scott)

διαβάτης: -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ὁ περῶν, περαιούμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 726.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM διαβάτης, θηλ. διαβάτις) διαβαίνω
μσν.- νεοελλ.
οδοιπόρος, περαστικός
αρχ.
αυτός που περνά απέναντι, στο άλλο μέρος.

German (Pape)

ὁ, der Übersetzende, Poll. 2.200 aus Ar.; auch = διαβήτης, VLL.