φώριος

From LSJ
Revision as of 17:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώριος Medium diacritics: φώριος Low diacritics: φώριος Capitals: ΦΩΡΙΟΣ
Transliteration A: phṓrios Transliteration B: phōrios Transliteration C: forios Beta Code: fw/rios

English (LSJ)

ον, (φώρ) A stolen: τὰ φώρια = stolen goods, IG5(2).445.13 (Megalopolis, ii/i B. C.), Luc.Herm.38, Philops.20, Tox.28, Jul.Or.2.52c, Chor.p.72 B.; ἄγρη Eratosth.4. II metaph., secret, clandestine, εὐνή Theoc. 27.68; λέκτρα, βλέμμα, AP5.218 (Paul.Sil.), 220 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1323] gestohlen; – übertr., heimlich, verstohlen, εὐνή Theocr. 27, 67; λέκτρα, βλέμμα, Paul. Sil. 1. 31 (V, 219. 221).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui provient d'un vol ; τὰ φώρια produit d'un vol;
2 furtif.
Étymologie: φώρ.

Russian (Dvoretsky)

φώριος:
1) ворованный, краденый Luc.; φ. εὐνή Theocr. и φώρια λέκτρα Anth. чужое ложе;
2) воровской, т. е. бросаемый украдкой (βλέμμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φώριος: -ον, (φὼρ) κλοπιμαῖος, τὰ φ., κλοπιμαῖα πράγματα, Λουκ. Ἑρμότ. 38, Φιλοψ. 20, Τόξαρ. 28. 2) μαρτυρίαἀπόδειξις πράξεως, Λατ. corpus delicti, τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Θεμίστ. 314Α. ΙΙ. μεταφορ., κρύφιος, λαθραῖος, εὐνὴ Θεόκρ. 27. 67· λέκτρα, βλέμμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 219, 221.

Greek Monolingual

-ον, Α φώρ
1. κλεμμένος
2. μτφ. κρυφόςφώριον βλέμμα», Ανθ. Παλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φώριον
4. το αρσ. ως ουσ.φώριος
τόπος απόκρυψης αντικειμένων.

Greek Monotonic

φώριος: -ον (φώρ),
I. κλεμμένος· τὰ φώρια, κλεμμένα αγαθά, σε Λουκ.
II. μεταφ., μυστικός, κρυφός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φώριος, ον, [φώρ]
I. stolen: τὰ φ. stolen goods, Luc.
II. metaph. secret, clandestine, Theocr.