ἀριστοποιέω

From LSJ
Revision as of 13:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοποιέω Medium diacritics: ἀριστοποιέω Low diacritics: αριστοποιέω Capitals: ΑΡΙΣΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: aristopoiéō Transliteration B: aristopoieō Transliteration C: aristopoieo Beta Code: a)ristopoie/w

English (LSJ)

[ᾱ], prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, X.HG4.5.1:—mostly in Med., get one's breakfast, Th.4.30, 8.95, X.An.3.3.1, 4.3.9, Onos.42.10, etc.; ἠριστοποίηντο X. HG4.5.8.

German (Pape)

[Seite 352] ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
préparer le déjeuner;
Moy. ἀριστοποιέομαι, ἀριστοποιοῦμαι préparer son déjeuner, déjeuner.
Étymologie: ἄριστον², ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοποιέω: παρασκευάζω ἄριστον, τὰ ἀριστοποιούμενα, τὰ παρασκευασθένα διὰ τὸ ἄριστον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Θουκ. 4. 30., 8. 95, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 1., 4. 3, 9, κτλ.· ἠριστοπεποίηντο εἶναι τύπος πλημμελὴς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, διορθωθεὶς ἤδη ἐκ χειρογρ. εἰς τὸ ὀρθὸν ἠριστοποίηντο. ― ἐκ τοῦ ῥήματος τούτου ἔγεινε τὸ οὐσιαστ. ἀριστοποιία, ἡ, τὸ ἀριστοποιεῖσθαι, Ὀνησάνδ. Στρατηγ. 12.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοποιέω:
1) готовить завтрак: τὰ ἀριστοποιούμενα Xen. завтрак;
2) med. завтракать Thuc., Xen., Dem., Plut.

Middle Liddell


to prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, Xen.:—mostly in Mid. to get one's breakfast, Thuc., Xen.