ὦκα

From LSJ
Revision as of 22:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὦκα Medium diacritics: ὦκα Low diacritics: ώκα Capitals: ΩΚΑ
Transliteration A: ō̂ka Transliteration B: ōka Transliteration C: oka Beta Code: w)=ka

English (LSJ)

poet. Adv. of ὠκύς, A quickly, swiftly, Il.1.402, 5.88, Od.6.317, etc.; strengthened, μάλ' ὦ. Il.2.52, Od.2.8, etc.; ὦ. μάλ' Il.17.190, al. 2 of time, ὦ. δ' ἔπειτα immediately, Od.17.329, Il.18.527, al.:—Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.

German (Pape)

[Seite 1408] poet. adv. zu ὠκύς, schnell, geschwind, eilig, behend; sehr häufig bei Hom., aber nicht bei den Tragg. S. Pors. Eur. Med. 799.

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, avec rapidité ou agilité ; avec idée de temps tout de suite;
Sp. ὤκιστα.
Étymologie: ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὦκα: adv. ὠκύς
1) быстро, скоро Hom.;
2) тотчас же, немедленно (καλεῖν τινα Hom.): ὦ. δ᾽ ἔπειτα Hom. тотчас же после этого.

Greek (Liddell-Scott)

ὦκα: ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, ὠκέως, ταχέως, Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ ἔπειτα, ἀμέσως, εὐθύς, Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - οὐδέποτε παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ τάχα ἐκ τοῦ ταχύς.)

English (Autenrieth)

(adv. from ὠκύς): quickly.

Greek Monotonic

ὦκα: ποιητ. επίρρ. του ὠκύς·
1. γρήγορα, ταχέως, αμέσως, σε Όμηρ.· επιτετ., μάλ' ὦκα, ὦκα μάλ', στον ίδ.
2. λέγεται για δήλωση του χρόνου, ὦκα ἔπειτα, αμέσως, ταχέως, ευθύς, στον ίδ.

Middle Liddell

poet. adv. of ὠκύς
1. quickly, swiftly, fast, Hom.; strengthened, μάλ' ὦκα, ὦκα μάλ' Hom.
2. of time, ὦκα ἔπειτα immediately thereafter, Hom.