ῥᾳθύμως
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
French (Bailly abrégé)
adv.
tranquillement, avec calme;
Cp. ῥᾳθυμοτέρως ou ῥᾳθυμότερον.
Étymologie: ῥᾴθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳθύμως: (ῡ)1) беззаботно, беспечно (φέρειν τι Plat.);
2) равнодушно, с пренебрежением: ῥ. ἔχειν περί τι Polyb. нерадиво относиться к чему-л.