δαιμονικός
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
ή, όν, of persons or animals, possessed by a demon, ζῷον Plu.2.362f: of things, sent by a demon, οὐ θεῖον, ἀλλὰ δ. ib.996c, cf.458c; δ. δύναμις ib.363a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 demoníaco, maligno τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, δύναμις (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.Leg.25.3, πλάνη Eus.VC 2.61
•ofuscado por malos espíritus, demoníaco del pecador o el hereje γίνεται ἄνθρωπος δ. Clem.Al.Strom.6.12.98, ref. a Manes βάρβαρος ... τήν τε φύσιν δ. Eus.HE 7.31.1
•subst. τὸ δαιμονικόν demon maligno ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δ. T.Sal.1.2.
2 perteneciente a la esfera del demon, demónico op. θεῖον: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δ. Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δ. Plu.2.996c, cf. Origenes Cels.8.61.
3 convertido en mal espíritu, alma en pena ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.Sm.2, cf. Hsch.ο 1918.
4 glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.Pl.424.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Plut. Is. et Os. 30; von einem Dämon herrührend, neben ἐριννυώδης dem θεῖον entggstzt, de coh. ira 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 possédé d'un dieu;
2 envoyé ou inspiré par un dieu en parl. de choses.
Étymologie: δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
δαιμονικός:
1 сверхъестественный или божественный (δύναμις Plut.);
2 исходящий от злого божества (οὐ θεῖος, ἀλλὰ δ. Plut.);
3 одержимый нечистой силой (ὄνος καθαρός, ἀλλὰ δ᾽ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονικός: -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ θεῖον, ἀλλά δ. αὐτόθι 996D· δ. δύναμις αὐτόθι 363Α, πρβλ. 458Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) δαίμων
1. (για πρόσωπο) αυτός που κατέχεται από δαίμονα
2. (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που ταιριάζει σε δαίμονα
2. το ουδ. ως ουσ. πονηρό πνεύμα
νεοελλ.
σατανικός.