ἐπιθήγω
From LSJ
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
English (LSJ)
whetor sharpen yet more, τὰ κέντρα Ael.NA5.16: metaph., stimulate yet more, τὰς ἐπιθυμίας Plu.786b.
German (Pape)
[Seite 943] noch dazu, dagegen schärfen, wetzen, τῇ βαφῇ τὰ κέντρα Ael. H. A. 5, 16; – übertr., ἐπιθυμίας Plut. an seni ger. resp. 5.
French (Bailly abrégé)
1 aiguiser encore;
2 fig. exciter encore plus.
Étymologie: ἐπί, θήγω.
Greek Monolingual
ἐπιθήγω (Α)
1. ακονίζω, τροχίζω, οξύνω περισσότερο («τῇ βαφῇ τὰ κέντρα ἐπιθήγουσιν», Αιλ.)
2. μτφ. διεγείρω περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήγω «κανονίζω, οξύνω, παροτρύνω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθήγω: еще больше обострять, возбуждать (τὰς ἐπιθυμίας Plut.).