παραψύχω

From LSJ
Revision as of 15:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψύχω Medium diacritics: παραψύχω Low diacritics: παραψύχω Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΩ
Transliteration A: parapsýchō Transliteration B: parapsychō Transliteration C: parapsycho Beta Code: parayu/xw

English (LSJ)

[ῡ], A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.). 2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.

French (Bailly abrégé)

rafraîchir;
Moy. παραψύχομαι fig. adoucir, consoler.
Étymologie: παρά, ψύχω.

Russian (Dvoretsky)

παραψύχω: (ῡ)1 охлаждать (θερμόν Plut.);
2 med. облегчать, утешать, успокаивать (τινα ἐπέεσσι Theocr. - v.l. μελέεσσιν).

Greek (Liddell-Scott)

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
παρηγορώ, κατευνάζω τη θλίψη ή τον πόνο
αρχ.
ψύχω σιγά σιγά, δροσίζω.

Greek Monotonic

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ελαφρά· μεταφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


to cool gently: metaph. to console, soothe, Theocr.