ἀναστενάχω

From LSJ
Revision as of 19:53, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστενάχω Medium diacritics: ἀναστενάχω Low diacritics: αναστενάχω Capitals: ΑΝΑΣΤΕΝΑΧΩ
Transliteration A: anastenáchō Transliteration B: anastenachō Transliteration C: anastenacho Beta Code: a)nastena/xw

English (LSJ)

c. acc. pers., groan aloud over, bemoan, bewail aloud, ib.23.211:—so in Med., 18.315,355.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰχ-]
1 c. ac. de pers. llorar a, lamentarse por τὸν πάντες ἀναστενάχουσιν Il.23.211
en v. med. mismo sent. Πάτροκλον ἀνεστενάχοντο Il.18.315, 355.
2 abs. suspirar, quejarse ἀναστενάχων ἀπεκώκυεν ἱερὸς ὄρνις Rhian.73.3.

German (Pape)

[Seite 209] laut beseufzen, bejammern, τινά, Il. 23, 211; auch med., 18, 315. 355, wie Sp. Ep.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
gémir sur, acc.;
Moy. ἀναστενάχομαι m. sign.
Étymologie: ἀνά, στενάχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστενάχω: тж. med., Eur. = ἀναστενάω 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστενάχω: μετ᾿ αἰτ. προσώπου, στενάζω διά τινα μεγαλοφώνως, γογγύζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355.

English (Autenrieth)

mid. ipf. ἀνεστενάχοντο: fetch sighs, groan; τινά (bewail), Il. 23.211. (Il.)

Greek Monolingual

ἀναστενάχω (Α)
στενάζω, θρηνώ μεγαλόφωνα για κάτι.

Greek Monotonic

ἀναστενάχω: [ᾰ], με αιτ. προσ., αναστενάζω για κάποιον μεγαλόφωνα, θρηνώ δυνατά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ.

Middle Liddell


c. acc. pers. to groan aloud over, bemoan, c. acc., Il.; so in Mid., Il.